- τρῶγε
- τρώγωgnawpres imperat act 2nd sgτρώγωgnawimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιγά — (I) Ν επίρρ. 1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά») 2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς») 3. φρ. «σιγά σιγά» α) σταδιακά β) με πολλή προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά]. (II) ἡ, Α (δωρ … Dictionary of Greek
φιβάλεως — ω, ἡ, Α 1. είδος πρώιμου σύκου («τῶν φιβαλέων τρῶγε σύκων τοῡ θέρους», Φερεκρ.) 2. το δέντρο, η συκιά, που παράγει τα σύκα αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα εως, όπως και άλλες ονομ. φυτών (πρβλ. ἐλά εως,… … Dictionary of Greek